- πηδάλιο
- Βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που περιέχει τους αποστολικούς κανόνες και τους κανόνες των οικουμενικών και των τοπικών Συνόδων, καθώς και τους κανόνες της Συνόδου της Καρχηδόνας και διάφορων πατριαρχών. Όλοι οι κανόνες είναι γραμμένοι σε απλή γλώσσα. Το «Π.» είναι έργο του 18ου αι. και αποτελεί συλλογή κειμένων των μοναχών Νικόδημου και Αγάπιου.
* * *το / πηδάλιον, ΝΜΑ1. ναυτ. κινητό εξάρτημα μέσω τού οποίου επιτυγχάνονται η διεύθυνση και οι ελιγμοί τού πλοίου2. διακυβέρνηση (α. «πηδάλιο τού κράτους» β. «πηδάλιον ψυχῶν», Ιωάν. Θεσσ.)νεοελλ.1. (αεροπ.) χαρακτηρισμός τών οργάνων που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο τής περιστροφής αεροσκάφους γύρω από τους τρεις άξονές του, για πρόνευση, για διατοιχισμό, για εκτροπή (α. «πηδάλιο ύψους-βάθους» β. «πηδάλιο κλίσεως» γ. «πηδάλιο διευθύνσεως»)2. εκκλ. συλλογή κανόνων η οποία εκπονήθηκε στα τέλη τού 18ου αιώνα από τους αγιορείτες Νικόδημο και Αγάπιο και περιλαμβάνει κανόνες τών οικουμενικών και τοπικών συνόδων, τών αποστόλων και πατέρων τής Εκκλησίας, τους οποίους κατοχύρωσε η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδοςαρχ.1. το φυτό πολύγονον το άρρεν2. στον πληθ. τὰ πηδάλιαα) τα πλοκάμια τού ναυτίλου όταν μετακινείται στη θάλασσαβ) τα πίσω πόδια τής ακρίδας3. φρ. «ἱππικὸν πηδάλιον» — τα ηνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πηδόν + υποκορ. κατάλ. -(άλ)ιον πιθ. μέσω αμάρτυρου *πήδ-αλον (< πηδόν + επίθημα -αλον, πρβλ. πέτ-αλον, ρόπ-αλον)].
Dictionary of Greek. 2013.